θρέπτρα — neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρέπτρ' — θρέπτρα , θρέπτρα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρέπτα — θρέπτα, τὰ (Α) τα θρέπτρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού θρέπτρα, που προήλθε με ανομοίωση] … Dictionary of Greek
PARENTES — a PARIENDO dicti, magno in honore ubique habiti sunt. Cum enim natura exiguam hominibus vitae periodum circumscripserit, eiusque usuram dederit, tamquam pecuniae, nullâ praestitutâ die, facile suis exhauriretur civitas civibus, nisi cives… … Hofmann J. Lexicon universale
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
θρεπτήριος — θρεπτήριος, ον (ΑΜ) [θρεπτήρ] μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ θρεπτήριον τόπος διατροφής και ανατροφής αρχ. 1. ικανός και κατάλληλος να τρέφει, θρεπτικός 2. αυτός που έχει τραφεί, αυτός που έχει ανατραφεί 3. τα προς το ζην, η τροφή 4. (το ουδ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek